κοσμικῆς

κοσμικῆς
κοσμικός
of the world
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θερμιδόμετρο ιονισμού — Όργανο που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της ενέργειας των σωματιδίων της κοσμικής ακτινοβολίας. Τα σωματίδια της κοσμικής ακτινοβολίας, με υψηλές ενέργειες αλληλεπιδρούν με ένα παχύ στρώμα ύλης μέσα στο θ.ι. με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • ασυμπτωτικές διευθύνσεις — Η κατεύθυνση προς την οποία κινούνται τα σωμάτια των κοσμικών ακτίνων, προτού μεταβληθεί η τροχιά τους, εξαιτίας της επίδρασης του μαγνητικού πεδίου της Γης. Τα σωμάτια της πρωτογενούς ακτινοβολίας με υπερβολικά υψηλές ενέργειες φτάνουν στο όριο… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • κοσμικές ακτίνες — Σωματιδιακή ακτινοβολία που προέρχεται από τους κοσμικούς χώρους και καταλήγει σταθερά πάνω στην επιφάνεια της Γης. Τα ατομικά ή υποατομικά σωματίδια που αποτελούν τις κ.α. διαθέτουν πολύ υψηλές ενέργειες. Ενδεικτικό είναι ότι τα πρωτόνια,… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • καισαροπαπισμός — Πολιτικό σύστημα, στο οποίο ο πολιτικός αρχηγός έχει υπό τον έλεγχό του ή τείνει να συγκεντρώσει και τη θρησκευτική εξουσία. Η υποταγή της θρησκευτικής εξουσίας στην πολιτική ήταν συνηθισμένο φαινόμενο στα ειδωλολατρικά κράτη γενικά· κλασικό όμως …   Dictionary of Greek

  • Άλφβεν, Χάνες Ούλαφ Γκόστα — (Hannes Olaf Gosta Alfven, 1908 – 1975). Σουηδός φυσικός. Υπήρξε μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Επιστημών και του Βασιλικού Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Στοκχόλμης. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα. Μετά από χρόνια ερευνητικής εργασίας στην… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”